Συμπληρώνονται φέτος 78 χρόνια από όταν το 1945, στις 6 και τις 9 Αυγούστου, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν με ατομικές βόμβες τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ήδη κριθεί, οπότε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας δεν ήταν κάποια αναγκαία στρατιωτική πράξη, αλλά μια εκδικητική ενέργεια των Αμερικανών προς τους Ιάπωνες για την επίθεση τους στο Περλ Χάρμπορ (1941). Ο βομβαρδισμός προκάλεσε το θάνατο δεκάδων χιλιάδων αμάχων (υπολογίζονται στις 200.000 συνολικά), μέσα σε φριχτές συνθήκες, ενώ οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας είναι ακόμα και σήμερα ανυπολόγιστες. Με την ευκαιρία αυτή το Cine Δράση προβάλλει την Πέμπτη 3 Αυγούστου στις 21.00 στο Β’ Γυμνάσιο Βριλησσίων( Ταϋγέτου και Ξάνθης), την ταινία «Εννιά μέρες ενός χρόνου» του Mikhail Romm.
Πρόκειται για ένα σπάνιο αριστούργημα του σοβιετικού κινηματογράφου που αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας με δυνατό σενάριο, διεισδυτική πολλαπλή ανάλυση, υποβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία και την ερμηνευτική μονομαχία δύο ιερών τεράτων του σοβιετικού και παγκόσμιου σινεμά των Alexei Batalov, Innokenty Smoktunovsky.
Η ταινία κατέκτησε Κρυστάλλινη Σφαίρα στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Η υπόθεση της ταινίας
Ένας πυρηνικός επιστήμονας και ο καθηγητής του δουλεύουν πάνω σ’ ένα ερευνητικό σχέδιο στη Σιβηρία. Ένα ατύχημα θα προκαλέσει την έκθεσή τους σε ραδιενεργό ακτινοβολία: τραγική συνέπεια του ατυχήματος είναι ο θάνατος του καθηγητή. Ο ήρωας προειδοποιείται ότι επιπλέον έκθεσή του σε ραδιενέργεια θα προκαλέσει το θάνατό του. Παρ’ όλες όμως τις προειδοποιήσεις, συνεχίζει αφοσιωμένος την έρευνά του. Όμως αυτή αφοσίωση έχει επιπτώσεις στη σχέση του με την αγαπημένη του: αισθανόμενος ότι η σχέση τους απειλείται από τον καλύτερό του φίλο, αποφασίζει να παντρευτούν. Η αφοσίωση του ήρωα στην ερευνητική εργασία λειτουργεί υπονομευτικά και μετά το γάμο. Όταν ο ήρωας εκτίθεται ξανά στη ραδιενεργό ακτινοβολία τότε, η ιστορία φθάνει στην κορύφωσή της…
Η σκηνοθεσία
Κεντρική φιγούρα στον χώρο του σοβιετικού κινηματογράφου, ο Mikhail Romm («Αληθινός Φασισμός»), γεννημένος στην Σιβηρία, υπήρξε από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της Σοβιετικής Ένωσης. Γιος ενός εξόριστου Εβραίου γιατρού, σπούδασε γλυπτική και λογοτεχνία στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ξεκίνησε την καριέρα του στο χώρο του σινεμά σε ηλικία 30 χρόνων, ως σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη. Εδώ επικεντρώνει στο θέμα των κινδύνων της ραδιενέργειας σε μία ανύποπτη εποχή: το 1962, όταν ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο απόγειό του και η πυρηνική ενέργεια έμοιαζε η λύση για όλα τα προβλήματα. Παράλληλα, αξιοποιεί τους χαρακτήρες αυτού του δράματος για να εστιάσει την προσοχή του σε λιγότερο εντυπωσιακά στοιχεία, όπως η χωρίς όρια και φραγμούς αφοσίωση σε ένα σκοπό και η σχεδόν χιμαιρική αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας μέσα από την επιστημονική έρευνα. Ο Ντμίτρι, νέος και φιλόδοξος πυρηνικός επιστήμονας δουλεύει με τον καθηγητή του πάνω σε ένα ερευνητικό σχέδιο σε ένα εργοστάσιο ατομικής ενέργειας στη Σιβηρία. Ένα ατύχημα θα προκαλέσει την έκθεσή τους σε ραδιενεργό ακτινοβολία: τραγική συνέπεια του ατυχήματος ο θάνατος του καθηγητή. Ο ήρωας προειδοποιείται ότι επιπλέον έκθεσή του σε ακτινοβολία θα προκαλέσει το θάνατό του. Παρόλες τις προειδοποιήσεις, συνεχίζει αφοσιωμένος την έρευνά του. Η αφοσίωση θα έχει επιπτώσεις στη σχέση του με την αγαπημένη του. Καθώς αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύει να την χάσει και μάλιστα από τον καλύτερο του φίλο, προτείνει στην κοπέλα να παντρευτούν. Αλλά και τότε παραμένει ολοκληρωτικά απορροφημένος από την ερευνητική εργασία, γεγονός που λειτουργεί υπονομευτικά και για το γάμο. Όταν εκτίθεται εκ νέου σε ραδιενέργεια τα πράγματα δείχνουν να έχουν κριθεί…
Σύμφωνα με το Βασίλη Ραφαηλίδη:
«Οι Εννιά μέρες ενός χρόνου είναι κατ’ αρχήν μια λεπτεπίλεπτη ψυχογραφία, που η μεγάλη της τόλμη συνίσταται στο ότι το δραματουργικό της πλαίσιο δεν είναι ο αστικός, ο μικροαστικός ή ο εργατικός περίγυρος του καθημερινού βίου, όπου κατά κανόνα η παραδοσιακή μελέτη του χαρακτήρα τοποθετεί τα δρώμενα, αλλά ένας εντελώς καινούριος για τη θεματική αυτού του τύπου χώρος- ο χώρος που ιδεολογικά θα μπορούσε να ανήκε στην επιστημονική φαντασία. Το κλασικό στην παραδοσιακή δραματουργία θέμα του δύσκολου έρωτα και του αναμενόμενου θανάτου μεταφέρεται εδώ στον καθοριστικό για την ανάπτυξη χώρο ενός πυρηνικού εργαστηρίου, όπου το χαλαρό τρίγωνο των τριών πρωταγωνιστών (μια γυναίκα- δύο άντρες) είναι ταυτόχρονα ερωτικό και επιστημονικό. Οι ήρωες της ταινίας δεν είναι μόνο απλοί άνθρωποι που ερωτεύονται, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην οποιαδήποτε κοινότοπη ερωτική ιστορία, ούτε λογοκρατούμενοι σοφοί με υποτονικό συναισθηματισμό, όπως γίνεται στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Είναι ταυτόχρονα και τα δύο και η ψυχογράφηση τους γίνεται ταυτόχρονα από δύο πλευρές.
Ο Ρομ ισορροπεί έξοχα σ’ αυτή την επικίνδυνη «κόψη του ξυραφιού» και τούτη η προσπάθεια ισορροπίας είναι που καθορίζει τελικά και το σκηνοθετικό του στιλ. Ρεαλιστικό στις λεπτομέρειες αλλά με σαφέστατες τάσεις προς έναν διακριτικό εξπρεσιονισμό. Το εξπρεσιονιστικό σκέλος παραπέμπει πάντα στο εργαστήριο (ελαφρά κοντρ μπλονζέ στο πλανάρισμα, στιλιζαρισμένη υποκριτική, υπερτονισμός της εκφραστικής σημασίας του ντεκόρ κτλ.) και το ρεαλιστικό πάντα στα εξωτερικά και σε όσους απ’ τους χώρους αναφέρονται στην καθημερινή ζωή. Δημιουργείται έτσι ένα σαφέστατο φράγμα ανάμεσα στα εντός και τα εκτός των «τειχών» (του εργαστηρίου), όπου κυοφορείται και αναπτύσσεται το ανθρώπινο και το επιστημονικό δράμα, για να αλληλοπροσδιοριστούν και να αλληλοεπικαθαριστούν με απόλυτη βεβαιότητα τα δύο επίπεδα της δραματουργίας. Ο έρωτας που η γυναίκα τον μεταφέρει από τον ένα επιστήμονα στον άλλο, για να ξαναγυρίσει στον πρώτο από οίκτο, από θαυμασμό και από μια συναίσθηση του χρέους, και το δράμα αυτού που τελικά γίνεται ο σύζυγός της και που μάλλον θα πεθάνει μετά το τελευταίο πλάνο της ταινίας, ύστερα από μια θανάσιμη προσβολή από ραδιενέργεια στη διάρκεια ενός πειράματος που τελικά αποδείχτηκε όχι εντελώς πετυχημένο».